|
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο (18 Μαρτίου 1996) του Οδυσσέα Ελύτη και τέσσερα χρόνια μετά τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του (Ποίηση, Ίκαρος 2002), το ενδιαφέρον για το έργο του παραμένει αμείωτο (βλ. και τα αφιερώματα στο Φεστιβάλ Βιβλίου), ενώ η σχετική βιβλιογραφία διογκώνεται σταθερά. Ωστόσο, είναι έντονα αισθητή η δυσαναλογία ανάμεσα στην, αδιαμφισβήτητα ανθεκτική στον χρόνο, αισθητική αξία της ποίησής του και το γεγονός ότι ο καθημερινός άνθρωπος Ελύτης ουσιαστικά παραμένει άγνωστος. Ημερολόγια, αλληλογραφία, προσωπικά τεκμήρια ή μαρτυρίες γύρω από τη ζωή και το έργο του δεν δημοσιεύθηκαν και, απ' ό,τι όλα δείχνουν, είναι πολύ λίγο πιθανό να δημοσιευθούν. Αντιθέτως, άλλους σημαντικούς ποιητές της γενιάς του '30, τους γνωρίσαμε πληρέστερα, ιδίως μετά τον θάνατό τους, χάρη στην αποκάλυψη πολλών και ποικίλων όψεων της προσωπικής, καλλιτεχνικής ή επαγγελματικής καθημερινότητάς τους. Η αποκάλυψη αυτών των όψεων κάθε άλλο παρά απομάκρυνε την προσοχή μας από το ποιητικό έργο τους στρέφοντάς την στον στείρο βιογραφισμό. Αντιθέτως η αποκάλυψη του «καθημερινού» και «ανθρώπινου» Σεφέρη, του Εμπειρίκου και του Ρίτσου εμπλούτισε και διεύρυνε την ερμηνεία του έργου τους, καθώς έδειξε ότι η ποιητική λειτουργία τους διαδραματιζόταν μέσα από τη βίωση και τη μετάπλαση της καθημερινής τους εμπειρίας.
Στη διάρκεια της ζωής και της καλλιτεχνικής πορείας του, ο Ελύτης διαφύλαξε μακριά από τη δημοσιότητα οποιαδήποτε ιδιωτική όψη ή εκδήλωσή του θα αλλοίωνε μιαν εικόνα του ως ποιητή, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεατή. Αυτή η στάση επιλέχθηκε επειδή, κατά βάθος, η ιδεατή εικόνα του ανθρώπου Ελύτη αλληλενεργούσε με το ποιητικό έργο του.
Ο Ελύτης αυτοβιογραφήθηκε μέσα από αρκετά δοκίμια και την ποίησή του. Ο αναγνώστης που γνωρίζει τον Ελύτη μέσα από τα κείμενά του και γίνεται πιστός του, αποκτά την αίσθηση ότι του έχει χαριστεί, όπως και στον Ελύτη, το προνόμιο του αλχημιστή ή του μάγου: του αρκεί να κάνει ένα βήμα και θα βρει την ψυχική δύναμη να δει τον θάνατο απ' την ανάποδη, όχι ως τέλος, αλλά ως αρχή· το σκοτάδι απ' την ανάστροφη όψη του, ως φως· την πραγματικότητα από την ωραία πλευρά της, την πλευρά της φαντασίας. Η υπέρτατη αισθητική απόλαυση που μεταδίδει μεγάλο μέρος της ελυτικής ποίησης έγκειται στην αίσθηση ότι μπορείς να γίνεις ο θαυματοποιός της ζωής σου. Ο ποιητής Ελύτης, ο κήρυκας του εφικτού θαύματος, είναι κάτοχος της ακριβής αλήθειας να θεωρεί τον κόσμο ως αδιάσπαστη ενότητα. Αν ο αναγνώστης του κατορθώσει να μυηθεί στην αίσθηση αυτής της ενότητας, τότε όλες οι φαινομενικές αντιφάσεις που ορθώνει η υπερτροφική διάνοια, αυτομάτως αίρονται. Η ζωή και ο θάνατος, η νεότητα και το γήρας, η αγιότητα και η αμαρτία, η φαντασία και η πραγματικότητα, το άτομο και η κοινωνία παύουν να λειτουργούν ως έννοιες αντίθετες, επειδή απολήγουν, στην επίγνωση ότι κατά βάθος επικοινωνούμε με μια «άλλη διάρκεια». Πρόκειται, για τη διάρκεια που κατακτά ο αναγνώστης μέσα από την ικανότητα να προβάλλει την κάθε στιγμή της ζωής του στην καθολική διάρκεια του βίου του. Τότε η ποίηση του Ελύτη λειτουργεί: ο ληξιαρχικός χρόνος ακυρώνεται, η σωματική φθορά υπερβαίνεται, η φαντασία πραγματοποιείται, καθώς ενεργοποιείται η αίσθηση μιας θάλλουσας πνευματικής νεότητας.
Η απόκρυψη του καθημερινού του βίου...
Ο ποιητής του εφικτού ονείρου Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τον βασιλιά Κάρολο Γουσταύο το 1979 στη Στοκχόλμη |
Είναι ακριβώς η «αλήθεια» του ελυτικού έργου και η, χάριν αυτής της αλήθειας, απόκρυψη του καθημερινού βίου (ή, με άλλα λόγια, η αναγωγή της πραγματικής ζωής στο ιδεατό σχήμα του ποιητικού βίου) που συνετέλεσαν ώστε η ποίηση του Ελύτη να γίνει αντικείμενο σφοδρών επικρίσεων από συνομήλικους και νεώτερούς του ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Σινόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Λεοντάρης και ο Μαρκίδης. Από τους στίχους του νεαρού Αναγνωστάκη «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σε ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας» (1945), μέχρι τους στίχους του Λεοντάρη «Βγάλε πια τα γαλάζια σου και δε σου πάνε / παράτα με με το Αιγαίο και τα νησιά του» (1972), του Μαρκίδη «Σβήστηκε πια τ' όνομά σου απ' τα ληξιαρχεία του Αιγαίου / και τσακίστηκαν στο ρο της φρονιμάδας όλα τα ρο του έρωτα» (1978) και του Σινόπουλου, «Κι εκείνο το νησί που αγάπησες / όλο το Αιγαίο μια σκάφη με σκατά» (1980), διανύθηκε μια μακρά πορεία. Όλοι οι σταθμοί της διακήρυτταν την άρνηση της ειδυλλιακής εικόνας της ζωής και της ποίησης, έτσι όπως την καλλιέργησε ο, ατυχώς επονομαζόμενος, «ποιητής του Αιγαίου». Αυτή η άρνηση εδραζόταν κυρίως στην εκ διαμέτρου αντίθετη, ως προς την ελυτική, ιδεολογική θεώρηση της ποίησης και της σχέσης της με την κοινωνική πραγματικότητα.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Οι καιροί, βεβαίως, άλλαξαν. Η ιδεολογική άρνηση ή επίκριση της ελυτικής ποίησης, με τους όρους που συνέβαιναν παλαιότερα, δεν εμφανίζεται πλέον συχνά. Παράλληλα, ο Ελύτης παραμένει ο άγνωστος για τον οποίο έγραψα παραπάνω. Μετά τον θάνατό του η κοινότητα των ανθρώπων που διαχειρίζονται τη μεταθανάτια τύχη του έργου του, φαίνεται να διατηρεί το αξίωμα ότι η εικόνα του ποιητή πρέπει να παραμείνει ιδεατή. Δεν πιστεύω ότι η διατήρηση αυτής της εικόνας (με τη συστηματική διαφύλαξη μακριά από τη δημοσιότητα οποιουδήποτε στοιχείου θα μπορούσε να την «αμαυρώσει») προφυλάσσει την ποίηση του Ελύτη από στοιχεία που θα αλλοίωναν την αισθητική επενέργειά της. Νομίζω, αντιθέτως, ότι η οικείωσή μας - αν ποτέ συμβεί - με το πραγματικό, κατά κάποιον τρόπο ενανθρωπισμένο πρόσωπο του καθημερινού Ελύτη, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μιαν ερεθιστική και κυρίως ανατροφοδοτική επανανάγνωση του ποιητικού έργου του, περισσότερο βασισμένη στις πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες μέσα από τις οποίες δημιουργήθηκε.
Από την εφημερίδα Τα Νέα