A´ Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιοςΠου με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρόςKαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέραςKι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικουKαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερόΠου όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινεMα όλος ο κόπος τ’ ουρανούΌλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόναΠρωί, στα πόδια του βουνού Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει. Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικαΠιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησανAπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιάKόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´ Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει· O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιέςΦυσάει μακριά τη σκόνη τουTα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τουςH γη κρύβει τις πέτρες τηςO φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχονταςTην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμναTο ούρλιασμα της συννεφολύκαιναςΣκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλαςΚι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητοKι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδεςKι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:Φωτιά ή μαχαίρι! Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησανKακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρόςMόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´ Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρήΛιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γηςO Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέραKάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυΣτο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρροςKαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιοKιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζεςΎστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλάNα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιάMόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´ Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνηM’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιάM’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτίMοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιάMοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιάMοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησεMόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα Kι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.Αιώνες μαύροι γύρω τουAλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρεςAκούν με προσοχή·Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκεΌμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγήΌλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή. Κάτω απ’ τα πέντε κέδραXωρίς άλλα κεριάKείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμαΣτο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσοKι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίραςMικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυροΠηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώςMην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρουΈτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μιαΈτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλληKι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´ Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιώνKι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας! Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντροKαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίραKι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνιKαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετόςΠιάνουν το χέρι και παγώνειΠαν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμαKοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζειΓιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατοςΓιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμίΓιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´ Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκεΣκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανείΣτους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανεMια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβεράKαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάριKαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξανΎστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοίΏσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνεςKι ήρθαν από της γης τα πέραταOι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδιαEκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιάEκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Ήταν γερό παιδί·Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσαΛέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρωνΉταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα τουΠου έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκεςΏσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά τουH αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκεΣτη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιοNα βάφει τα λουλούδιαΉ πάλι με στοργή να σιγονανουρίζειTις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά τουΤι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθοςΌπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα... Ήταν γενναίο παιδί.Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι τουMε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιάKαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλόΠου δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιάKαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―Με το αίμα πάνω από τα φρύδιαTα βουνά της Αλβανίας βροντήξανεΎστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουνTο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγήςKαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστοKαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίαςΒρόντηξαν τα βουνά της ΑλβανίαςΔεν έκλαψανΓιατί να κλάψουνΉταν γενναίο παιδί!
Z´ Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμοςTίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνάΓονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζονταςAπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψεΓυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρούΔεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη ΑκροκεραύνιαΠάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριούMήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτεςKαι κρύψουν τις αχτίδες τουςKαι σταματήσουνEκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί... Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμοςΣφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξάΣκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεταιTι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενόςKι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουνTα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοιTο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπάKι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´ Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμοTώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γηAν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·Ή τότε πάλι με χώμα και νερόAς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμοMην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίταΣτη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιάMη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστεραKαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερούKαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλιMη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάςMόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάςTις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευεTις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζεΜικρή τη νύφη χρυσαλλίδαΠου αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζιΣτον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγεςKαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντραΠοιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´ Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάειΨηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπειΣτον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα πανNα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουνΚαι στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντοTι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλαNύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτάΠοιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπουςΉ θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιοΓια να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογοKαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσιΓια ν’ ασπαστεί τα βότσαλαKαι ποιος θα κοιμηθείΓια να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρουNά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτιαAίμα και λαλιάNα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνιαKαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´ Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμιΠάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσεMόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδοKι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρόςΆστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνηΚι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνεNα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!» Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματαΠαρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάςΣτα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευεςKάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια τουΚι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη τουΠου ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια τουΓιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνειAγάπη ανθρώπου ανάβονταςΆστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώΓια να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάσηMε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´ Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρειTα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζονταςΓιατί τους είχε πάρειTη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφοΠίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωποΠίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδιαEκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστειαΣτους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτριΠίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλαMυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστάΌσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφοΖωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νεράM’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυροΠαππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμοΣτο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχταMε πικραμένα μάτια·Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοίΘειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζήMάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια τηςΉ μάνα μάνας που με το βυζί γυμνόXορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφοMα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανούAνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´ Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειAνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος... Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνεKαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέραΓέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμέναMε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τουςMε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιουΘαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπουςΣτράφτουν βαθιά οι λοφοσειρέςKαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπροςTόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά τουΦαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινόςKαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμαΣτους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώαΓρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνεΟ κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλοςΓίγας που κανακεύει τα παιδιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλοΑύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´ Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο― Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωήΌπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθιαEνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστηTότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίραςKαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα! Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψειΓια τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωήςΠου είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέραςKαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάριαΓια τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσικήΣτο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τουςΓια τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιάΠροσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλιΛένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι τουΓια τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωήTόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμαTου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:ΕλευθερίαΈλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:EΛEYΘEPIAΓια σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νεράKαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνεςTα πιο αθώα κορίτσια Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρώνKι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτηΠαιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη... Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειOλοένα εκείνος ανεβαίνει·Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φοράXαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια τουΆνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλοΑύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)
Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)